Αικατερίνης Κυριακίδη – Turnbull
Ειδική Παιδαγωγός, Sensory Needs Practitioner, SOS Feeding Therapist
Η πρακτική της επαναφοίτησης, δηλαδή της επανάληψης της ίδιας σχολικής τάξης από μαθητές που δεν έχουν επιτύχει συγκεκριμένους ακαδημαϊκούς στόχους, αποτελεί μία ευρέως εφαρμοσμένη αλλά επιστημονικά αμφισβητούμενη στρατηγική. Ιδιαίτερα στην περίπτωση των μαθητών με αναπηρία, αυτή η προσέγγιση όχι μόνο αποτυγχάνει να προσφέρει ουσιαστικά μαθησιακά οφέλη, αλλά συχνά οδηγεί σε ψυχολογικές και κοινωνικές συνέπειες, όπως μείωση της αυτοεκτίμησης, στιγματισμό και μειωμένο κίνητρο για μάθηση.
Τι λέει η επιστήμη;
Μελέτες σε παγκόσμιο επίπεδο καταδεικνύουν ότι η επαναφοίτηση δεν συσχετίζεται με βελτίωση της ακαδημαϊκής επίδοσης. Αντιθέτως, σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εγκατάλειψης του σχολείου και απομόνωσης από συνομηλίκους (Jimerson, 2001· Alexander et al., 2003). Για τους μαθητές με αναπηρία, οι οποίοι ήδη αντιμετωπίζουν φραγμούς στη μάθηση, η επανάληψη μιας τάξης συχνά δεν συνοδεύεται από διαφοροποιημένη ή ενισχυμένη παρέμβαση, με αποτέλεσμα να βιώνουν την ίδια αποτυχία δεύτερη φορά.
Μάθηση μέσω εμπειρίας και εξατομίκευσης
Η σύγχρονη ειδική παιδαγωγική τονίζει τη σημασία της ποιοτικής διαφοροποίησης της διδασκαλίας, της ενίσχυσης της λειτουργικής μάθησης και της αξιοποίησης πολυαισθητηριακών εμπειριών. Η πρόοδος ενός παιδιού δεν έρχεται από την απλή επανάληψη της ίδιας διδακτέας ύλης, αλλά μέσα από τη στοχευμένη, βιωματική και εξατομικευμένη παρέμβαση που λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες, τα ενδιαφέροντα και τα δυνατά σημεία του μαθητή (UNESCO, 2020).
Η εφαρμογή μοντέλων όπως το SCERTS, το Universal Design for Learning (UDL) και το Engagement Model, αποδεικνύεται πιο αποτελεσματική στη στήριξη της ανάπτυξης των παιδιών με αναπηρία. Αυτά τα μοντέλα εστιάζουν στη συμμετοχή, την επικοινωνία, την αυτενέργεια και τη συναισθηματική ασφάλεια, και όχι στη συμμόρφωση με τυπικά αναλυτικά προγράμματα που συχνά δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές δυνατότητες του παιδιού.
Ηθική και κοινωνική διάσταση
Η επαναφοίτηση μπορεί να ερμηνευτεί ως μετατόπιση της ευθύνης της αποτυχίας από το εκπαιδευτικό σύστημα στον ίδιο τον μαθητή. Αντί να αναζητούνται προσαρμογές στο περιβάλλον, την αξιολόγηση ή τη μεθοδολογία, «τιμωρείται» το παιδί με μια χρονική καθυστέρηση που δεν συνοδεύεται από αλλαγή στρατηγικής.
Οφείλουμε, ως σύγχρονοι παιδαγωγοί, να δούμε τη μάθηση όχι ως μια γραμμική διαδρομή με απόλυτα χρονικά όρια, αλλά ως μια εξατομικευμένη διαδικασία ανάπτυξης δεξιοτήτων, γνώσεων και ταυτότητας.
Συμπεράσματα:
Η επαναφοίτηση των μαθητών με αναπηρία αποτελεί ένα παρωχημένο εργαλείο που δεν συμβάλλει ούτε στη βελτίωση της μάθησης ούτε στην ενίσχυση της αυτοαντίληψης και της ένταξης. Αντιθέτως, η ουσιαστική πρόοδος έρχεται μέσα από εκπαιδευτικά περιβάλλοντα που αναγνωρίζουν τη διαφορετικότητα, αξιοποιούν τις εμπειρίες του μαθητή και προσαρμόζονται δυναμικά στις ανάγκες του.
Η μάθηση δεν είναι υπόθεση χρόνου αλλά ποιότητας και σύνδεσης.
Βιβλιογραφία:
Jimerson, S. R. (2001). Meta-analysis of grade retention research: Implications for practice in the 21st century. School Psychology Review.
Alexander, K. L., Entwisle, D. R., & Dauber, S. L. (2003). On the Success of Failure: A Reassessment of the Effects of Retention in the Primary Grades. Cambridge University Press.
UNESCO (2020). Global Education Monitoring Report: Inclusion and Education – All Means All.
Rose, D. H., & Meyer, A. (2002). Teaching Every Student in the Digital Age: Universal Design for Learning. ASCD.
Comments